- παρακαταβάσεων
- παρακαταβάσεω̆ν , παρακατάβασιςrejoinderfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρακατάβασις — άσεως, ή, Α [παρακαταβαίνω] (ως νομ. όρος στο αττ. δίκ.) η απάντηση εκ μέρους τού κατηγορουμένου στην αναίρεση τής απολογίας του εκ μέρους τού κατηγόρου, ανταπάντηση («προτέρων τε καὶ ὑστέρων λήξεις ἀποκρίσεών τε ἀνάγκας καὶ παρακαταβάσεων», Πλάτ … Dictionary of Greek